Λογοτεχνία Β2

ΣΕΛΙΔΕΣ ΗΜΕΡΟΛΟΓΙΟΥ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
Ο ΓΕΡΟΣ ΚΑΙ Η ΘΑΛΛΑΣΑ
ΜΗΤΣΟΠΟΥΛΟΣ ΠΑΝΑΓΙΩΤΗΣ Β2


Αγαπητό ημερολόγιο,

Πάνε επτά βδομάδες από τότε που κατόρθωσα τον άθλο που ονειρευόμουν . Βέβαια δεν κέρδισα χρήματα. Αλλά απέδειξα σε όλους ότι ο «Πρωταθλητής» αξίζει ακόμα να φέρει αυτόν τον τίτλο. Συνεχίζω το ψάρεμα με τον μικρό , που χαίρεται να μαθαίνει όλα τα μυστικά , τα κόλπα και τις τεχνικές του ψαρέματος. Θέλω να του μεταδίδω όλες τις γνώσεις μου και ευχαριστιέμαι όταν πιάνουμε πάνω από πέντε ψάρια τη μέρα.

Έτσι ένα πρωινό πήγαμε ξανά για ψάρεμα. Ετοιμάζουμε τα δολώματα, τις πετονιές και τις κουλούμες και πριν ο ήλιος απλώσει τις πρώτες του ακτίνες στη θάλασσα , ξεκινάμε. Πρώτα εμείς και ύστερα οι υπόλοιπες βάρκες ανοιγόμαστε στα νερά και ρίχνουμε τα δολώματα. Περιμένοντας να τσιμπήσουν , του αφηγούμαι την περιπέτεια μου με τον ξιφία που δεν χορταίνει να ακούει.

Ήταν η πρώτη μέρα μετά από καιρό που δεν είχαμε τύχη. Ενώ ήμαστε στα ανοιχτά ο καιρός αλλάζει βλέμμα κι από γαλήνιος γίνεται άγριος και ξεσπά μια τρομερή καταιγίδα μέσα σε δευτερόλεπτα. Έχοντας να αντιμετωπίσουμε τα κύματα που διογκώνονταν ολοένα κράταγα το αγόρι σφιχτά. Δεν άντεχα να το χάσω. Από τη φοβερή αυτή φουρτούνα , το τελευταίο που θυμάμαι είναι ένα γερό χτύπημα που κομματιάζει τη βάρκα και μας αφήνει στο έλεος του ωκεανού.

Ξυπνώ μπρούμυτα σε μια αμμουδερή παραλία. Ανακτώ γρήγορα τις αισθήσεις μου . Συγκεντρώνοντας όση δύναμη μου είχε απομείνει , σηκώνομαι και ψάχνω για τον νεαρό. Δεν μου παίρνει πολλή ώρα να τον βρω. Είναι ξαπλωμένος ανάσκελα , με το χαμηλό κύμα να χαιδεύει τις γυμνές πατούσες του. Τρέχω κοντά του . « Αγόρι, αγόρι , ξύπνα …» του λέω συνεχώς πιέζοντας το στήθος του να βγάλει όσο νερό έχει καταπιεί. Έχει ακόμα παλμό.

Τελικά ανοίγει τα μάτια του φτύνοντας μπόλικο νερό. Είχα υποσχεθεί στο Θεό ότι αν σωνόταν θα έκανα τις διπλάσιες προσευχές απ’ αυτές που έκανα μόλις έπιασα το μεγάλο ψάρι. Μια λάμψη χαράς τυλίγει το πρόσωπό μου μόλις τον είδα ζωντανό. Ήμαστε εξουθενωμένοι για να μιλήσουμε. Πρέπει να σηκωθούμε και να ψάξουμε για πόσιμο νερό. Κρατώντας τον από το χέρι διασχίζουμε τη χρυσή παραλία , που φαίνεται με κάποιο τρόπο οικία. Ο ήλιος πλέον είναι στη κορυφή του γαλανού ουρανού.

Ξαφνικά το αγόρι σταματά , αναγκάζοντας με να κάνω το ίδιο.

-Πού είμαστε ; αναρωτιέται.

- Σε κάποιο νησί , αλλά δεν μπορώ να πω με σιγουριά , του αποκρίνομαι.

- Τότε γιατί τα βουνά κινούνται και μουγκρίζουν;

Στρέφω το βλέμμα μου απότομα και πράγματι τα βουνά κινούνταν και έβγαζαν ήχους ! Συγκεκριμένα φαίνεται σαν ένα κοπάδι ζώων. Δυσκολεύομαι να το πιστέψω ,αλλά τα μάτια , τα αυτιά και η καρδιά μου αυτό μου λέει. Είναι ένα κοπάδι ελεφάντων.

-Είναι ένα κοπάδι ελεφάντων , όπως ακριβώς ονειρευόμουν ! αναφώνησα.

Την ίδια στιγμή περνά από δίπλα μας μια αγέλη λιονταριών αλλά δεν μας πειράζουν. Αντιθέτως , συνεχίζουν την πορεία τους κατά μήκος της ακτής. Θαρρώ πως πρέπει να είμαι στον παράδεισο ή να βλέπω ένα τρελό όνειρο. Εκείνο όμως που απορρίπτει και τις δύο εκδοχές είναι το χέρι του μικρού. Το σίγουρα ζωντανό χέρι του αγοριού, που με κρατά στη ζωή. Μένοντας για αρκετή ώρα καρφωμένοι στις θέσεις μας κοιτάμε το θέαμα.

Βρίσκουμε μια πηγή στο βουνό αργά το απόγευμα. Ξαποσταίνουμε και ξαπλώνουμε. Όλη τη ζεστή νύχτα σκέφτομαι πώς θα επιβιώσουμε σ΄ αυτό το όνειρο που ζούμε , που σε αντίθεση με όλα τα άλλα είναι πραγματικό.

Δεν κοιμήθηκα και δεν ονειρεύτηκα καθόλου εφόσον όλη η ύπαρξή μου βρισκόταν μέσα στα αληθινά όνειρά μου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Σημείωση: Μόνο ένα μέλος αυτού του ιστολογίου μπορεί να αναρτήσει σχόλιο.